- φορέουσι
- φορέωrepeatedpres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic)φορέωrepeatedpres ind act 3rd pl (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φορέουσ' — φορέουσα , φορέω repeated pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) φορέουσι , φορέω repeated pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) φορέουσι , φορέω repeated pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) φορέουσαι , φορέω repeated pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορώ — διαφορῶ ( έω) (AM) μσν. έχω όφελος, είμαι κερδισμένος αρχ. 1. διασκορπίζω, διαδίδω («κλέος εὐρὺ διὰ ξεῑνοι φορέουσι», Οδ.) 2. παίρνω κάτι και φεύγω 3. λεηλατώ, διαρπάζω 4. κατασπαράσσω, ξεσκίζω 5. μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλον 6. εκκρίνω με τον … Dictionary of Greek
νεογιλός — ή, ό (Α νεογιλός, ή, όν) 1. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο νεογέννητος («καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος νεογιλὸν ἐόντα», Θεόκρ.) 2. (για τα δόντια) αυτός που φύεται πρώτος, πρωτοφυής, γαλαξίας («εἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ… … Dictionary of Greek
νεόπλυτος — νεόπλυτος, ον (Α) αυτός που πλύθηκε πρόσφατα, ο φρεσκοπλυμένος («εἵματα δὲ λίνεα φορέουσι αἰεὶ νεόπλυτα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πλυτος (< πλύνω), πρβλ. παλίμ πλυτος] … Dictionary of Greek
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek